- χρωστάω
- devoir
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
χρωστάω — / χρωστώ βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: χρωστάω : από την παθητική φωνή έχει επιβιώσει η μτχ. ενεστώτα (τα χρεωστούμενα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρωστάω — και χρωστώ βλ. χρεωστώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρωστώ — χρωστάω / χρωστώ βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρεωστώ — χρεωστῶ, έω, ΝΜΑ, και χρωστώ και χρωστάω και λόγιος τ. χρεστώ Ν οφείλω, έχω χρέος, είμαι χρεώστης νεοελλ. 1. μτφ. έχω υποχρέωση, έχω καθήκον, έχω ηθική οφειλή («τού χρωστάω τα πάντα») 2. φρ. α) «χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του» έχει μεγάλο χρέος,… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
εποφλισκάνω — ἐποφλισκάνω (AM) οφείλω ακόμη περισσότερα, χρωστάω κι άλλα … Dictionary of Greek
καλοψυχίζω — και καλοψυχώ και άω (Μ καλοψυχίζω και καλοψυχώ) [καλόψυχος] νεοελλ. 1. εύχομαι σε κάποιον να παραδώσει καλή ψυχή 2. μνημονεύω με ευγνωμοσύνη κάποιον νεκρό για ευεργεσία που μού έκανε όταν ζούσε («τόν καλοψυχάω κάθε μέρα, γιατί σ αυτόν χρωστάω τη… … Dictionary of Greek
χρωστώ — και ασυναίρ. τ. χρωστάω Ν βλ. χρεωστώ … Dictionary of Greek
βερεσές — ο η πίστωση: Νομίζω πως θα μου κόψουν πια το βερεσέ, με τόσα που τους χρωστάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δούλεψη — η 1. εργασία, δουλειά: Τον είχε από μικρό στη δούλεψή του. 2. εξυπηρέτηση, εκδούλευση: Του χρωστάω πολλά για τη δούλεψη που μου έκανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)